Τα νησιά κατοικούνταν από αιώνες, από ιθαγενείς Ινουπιάτ, της μεγάλης οικογένειας των Ινουίτ, που τη βρίσκει κανείς και στη Σιβηρία και στον βόρειο Καναδά μέχρι τη Γροιλανδία.
Αυτός που τα έβαλε στο χάρτη ήταν ο Βίτους Μπέριγκ, o μεγάλος Δανός εξερευνητής που δρούσε για λογαριασμό της Ρωσίας και του Μεγάλου Πέτρου. Στο δρόμο για να ανακαλύψει τον πορθμό που φέρει το όνομά του (Βερίγγειος), το πέρασμα από τον Ειρηνικό στον Βόρειο Παγωμένο Ωκεανό, έβαλε πόδι πάνω στα νησιά αυτά στις 16 Αυγούστου 1728, την ημέρα που η ρωσική ορθόδοξη εκκλησία γιορτάζει τον Άγιο Διομήδη. Οπότε, τι πιο βολικό από το να τα ονομάσει έτσι; Η ονομασία έμεινε έτσι μέχρι τις μέρες μας, αν και τα νησιά έχουν αλλάξει περίπου δέκα ονόματα.
Ακόμα και σήμερα αν κάποιος χρησιμοποιήσει το Google Maps και ζουμάρει εκεί, θα διαπιστώσει ότι ο Μεγάλος Διομήδης αναφέρεται στα ρωσικά ως Νησί Γκβόζντεφ. Έχει το όνομα ενός άλλου Ρώσου εξερευνητή (Μιχαήλ Γκβόζντεφ), ο οποίος έβαλε τα νησιά στο σωστό σημείο του χάρτη, με γεωγραφικό μήκος και πλάτος.
Η ρωσική κατάκτηση της Αλάσκας
Τα νησιά του Διομήδη ακολούθησαν για 1,5 αιώνα την τύχη της ρωσικής επέκτασης στις ακτές της Αλάσκας. Ο ίδιος ο Μπέριγκ θεωρητικά «κατέκτησε» εξ ονόματος της Ρωσίας όλη αυτή την παγωμένη περιοχή στο βορειοδυτικό άκρο της Βόρειας Αμερικής. Και το 1799 ο τότε Ρώσος τσάρος Παύλος Α’ καθόρισε τα σύνορά της με διάταγμα. Ειδοποίησε, δηλαδή, τις άλλες χώρες για τα αμερικανικά σύνορα της αυτοκρατορίας. Η εκτίμηση των Ρώσων, πάντως, τις επόμενες δεκαετίες ήταν ότι η Αλάσκα δεν είχε να τους προσφέρει τίποτε. Κι επιπλέον, ήταν πολύ δύσκολο να υπερασπιστεί η Ρωσία αυτή την περιοχή, αν οι άλλοι κατακτητές του βόρειου τμήματος της ηπείρου (Μεγάλη Βρετανία και ΗΠΑ) αποφάσιζαν να επιτεθούν. Έτσι σκέφτηκαν να την πουλήσουν. Το αποφάσισε τελεσίδικα ο τσάρος Αλέξανδρος Β’ το 1867.
Μόνο οι Αμερικανοί ενδιαφέρθηκαν. Αλλά κι αυτοί μόλις είχαν βγει από έναν εμφύλιο πόλεμο και δεν είχαν λεφτά για ξόδεμα. Ο τότε υπουργός εξωτερικών των ΗΠΑ Ουίλιαμ Σιούαρντ, που ανέλαβε τις διαπραγματεύσεις από αμερικανικής πλευράς, σύντομα κατάλαβε ότι η προσφορά του ήταν μονόδρομος για τους Ρώσους, κι έτσι πρόσφερε μια εξευτελιστική τιμή: 36 σεντς το εκτάριο. Σύνολο, δηλαδή, 7,2 εκατομμύρια δολάρια της εποχής για μια έκταση 12 φορές όσο είναι η Ελλάδα -σε σημερινές τιμές τα δολάρια εκείνης της εποχής «υπολογίζονται» σε 157 εκ. δολάρια.
Η συμφωνία έκλεισε και υπογράφηκε στις 30 Μαρτίου 1867. Η αμερικανική κοινή γνώμη, που δεν είχε ιδέα τι γινόταν, το πληροφορήθηκε κάποιες εβδομάδες αργότερα κι αντέδρασε με αγανάκτηση. Τόσα λεφτά για ένα παγόβουνο; Επί δεκαετίες η αγοραπωλησία αυτή γραφόταν στις εφημερίδες σαν «Seward’s Folly», δηλαδή «Η Ανοησία του Σιούαρντ»! Βεβαίως αργότερα, το 1896 όταν ανακαλύφθηκαν τεράστια κοιτάσματα χρυσού στο Κλοντάικ, και γεωπολιτικά η Αλάσκα αναβαθμίστηκε σε περιοχή-φιλέτο λόγω της γειτνίασης με την ΕΣΣΔ, η αγορά της Αλάσκας αποδείχτηκε τεράστια κίνηση.
Σ’ αυτή τη συμφωνία του 1867 κρύβεται και ο διαχωρισμός αυτών των νησιών, που μέχρι τότε αντιμετωπίζονταν ενιαία. Οι Ρώσοι επέμειναν να κρατήσουν τον Μεγάλο Διομήδη, για λόγους ασφάλειας. Σαν ένα… προκεχωρημένο φυλάκιο, ένα παρατηρητήριο, με μοναδική αποστολή να ειδοποιήσει τη ρωσική ενδοχώρα για ασυνήθιστη ναυτική δραστηριότητα κι ενδεχόμενη επίθεση. Μάλιστα, ένα από τα πρώτα τηλεγραφικά καλώδια που εγκαταστάθηκαν ποτέ στη Ρωσία ξεκινούσε από τον Μεγάλο Διομήδη και κατέληγε στο παραθαλάσσιο χωριό Ναουκάν της Σιβηρίας. Έτσι, λοιπόν, ο Μεγάλος Διομήδης έμεινε ρωσικός και ο Μικρός Διομήδης πουλήθηκε στις ΗΠΑ. Το σύνορο των δύο χωρών περνούσε ανάμεσά τους.
Το «Παγωμένο Παραπέτασμα»
Όσο οι σχέσεις των δύο χωρών ήταν καλές, τα νησιά αφέθηκαν στην τύχη τους και οι κάτοικοί τους ταξίδευαν ελεύθερα μεταξύ τους, χωρίς να νοιάζονται για τα σύνορα. Τα πράγματα, βέβαια, άρχισαν να σοβαρεύουν μετά την ανακήρυξη της ΕΣΣΔ και κυρίως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, την λεγόμενη περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Τότε η περιοχή ονομάστηκε «Παγωμένο Παραπέτασμα», για να ξεχωρίζει από το «Σιδηρούν Παραπέτασμα» της Ευρώπης.
Οι Σοβιετικοί αποφάσισαν να μετατρέψουν ολόκληρο τον Μεγάλο Διομήδη σε στρατιωτική βάση, με ναυτική φρουρά και τεράστια ραντάρ παρακολούθησης. Το 1948 με «διάταγμα» οι κάτοικοι του νησιού αναγκάστηκαν να ξεριζωθούν από τις εστίες τους και να μετακομίσουν στην ενδοχώρα, όπου διασκορπίστηκαν και δεν έμεινε κανένας τους. Και στον Μικρό Διομήδη, τον αμερικανικό, τοποθετήθηκε στρατιωτική φρουρά, όμως οι αρχές επέτρεψαν στις λίγες δεκάδες των κατοίκων να παραμείνουν στο μοναδικό χωριό τους, στην ανατολική πλευρά του νησιού.
Τους χειμωνιάτικους μήνες, με τις ακραίες θερμοκρασίες, η θάλασσα γύρω από τα νησιά παγώνει τελείως. Θεωρητικά, λοιπόν, ήταν πιθανό να περπατήσει κάποιος από τις ΗΠΑ στην ΕΣΣΔ. Βεβαίως ήταν αυστηρά απαγορευμένο και στις δύο χώρες. Η πρώτη που το έκανε, κι έδωσε μάλιστα και μεγάλη δημοσιότητα, ήταν η Λιν Κοξ. Η πασίγνωστη Αμερικανίδα κολυμβήτρια μεγάλων αποστάσεων αποφάσισε το 1987 να κάνει τη συμβολική κίνηση, να κολυμπήσει από τον Μικρό Διομήδη στον Μεγάλο Διομήδη. Η τότε Σοβιετική ηγεσία του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ ειδοποιήθηκε και απάντησε ότι δεν έχει πρόβλημα. Όντως, στις 7 Αυγούστου 1987 η Κοξ χρειάστηκε δύο ώρες και έξι λεπτά για να διανύσει την απόσταση των 3,8 χιλιομέτρων, πριν γίνει δεκτή με χειροκροτήματα και πολλή βότκα από τους Ρώσους στρατιώτες. Στο επίτευγμα αυτό αναφέρθηκαν λίγους μήνες αργότερα οι Ρίγκαν-Γκορμπατσόφ σε μια συνάντησή τους.
Μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ τα πράγματα ηρέμησαν. Στον Μεγάλο Διομήδη η στρατιωτική βάση έκλεισε για κάποια χρόνια, μετά άνοιξε πάλι με απόφαση του Βλαντίμιρ Πούτιν, αλλά αποτελείται πια από ένα μικρό φυλάκιο. Και η αμερικανική βάση έχει συρρικνωθεί κατά πολύ, όπως και ο γηγενής πληθυσμός. Σύμφωνα με την απογραφή του 2020 έχουν μείνει 77 κάτοικοι. Το 2000 εκεί έμεναν 170 Ινουπιάτ. Στο χωριό σήμερα υπάρχει σχολείο, ταχυδρομικό γραφείο και ένα μαγαζί γενικού εμπορίου.
Φωτογραφίες: Getty Images / Ideal Image
Αργύρης Παγαρτάνης